Άλσος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гай, хвойнік
Άλσος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλσος

άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άλσος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άλλωστε στα λευκορωσικά - акрамя, апроч, апрача
  • άλογο στα λευκορωσικά - конь, каня, лошадь
  • άμαξα στα λευκορωσικά - прыстань, машына, асачыць, перавозка
  • άμβλωση στα λευκορωσικά - аборт
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гай, хвойнік