Άλσος στα ουγγρικά
Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
liget, Grove, ligetben, ligetet, ligetbe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλσος
άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άλσος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- άλλωστε στα ουγγρικά - kívül, amellett, mellett, Különben is
- άλογο στα ουγγρικά - vitorlarúdsín, ló, lovat, lovas, horse, a ló
- άμαξα στα ουγγρικά - távgépíró-kocsi, fenéklap, varrógéphajtó, lövegtalp, fuvar, fuvardíj, vagon, ...
- άμβλωση στα ουγγρικά - abortusz, torzalak, elvetélés, vetélés, magzatelhajtás, abortuszt, az abortusz, ...
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: liget, Grove, ligetben, ligetet, ligetbe
Μεταφράσεις: liget, Grove, ligetben, ligetet, ligetbe