Άλσος στα λιθουανικά

Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giraitė, Grove, Grovas, giraitę, giraičių
Άλσος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλσος

άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, άλσος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • άλλωστε στα λιθουανικά - be, be to, ne tik
  • άλογο στα λιθουανικά - arklys, Horse, Jodinėjimas, arklių, žirgų
  • άμαξα στα λιθουανικά - autobusas, vagonas, karieta, vežimas, vežimo, gabenimas, carriage, ...
  • άμβλωση στα λιθουανικά - abortas, abortų, abortai, abortą, abortus
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: giraitė, Grove, Grovas, giraitę, giraičių