Άλσος στα ρουμανικά

Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
livadă, crâng, dumbravă, grove, livezi
Άλσος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλσος

άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, άλσος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • άλλωστε στα ρουμανικά - în afară de, pe lângă, afară, langa, pe langa
  • άλογο στα ρουμανικά - cal, cai, calul, de cai, de cal
  • άμαξα στα ρουμανικά - autobuz, trăsură, vagon, transport, transportul, transportului, de transport, ...
  • άμβλωση στα ρουμανικά - avort, avortul, avortului, de avort, avorturilor
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: livadă, crâng, dumbravă, grove, livezi