Άλσος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шумичката, шумичка, коријата, GROVE, шума
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλσος
άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άλσος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άλλωστε στα σλαβομακεδονικά - покрај, Освен, Покрај тоа, и покрај, Освен тоа
- άλογο στα σλαβομακεδονικά - коњаница, коњето, коњ, коњот, коњска, коњи, Закон
- άμαξα στα σλαβομακεδονικά - превоз, превозот, пајтон, транспорт, вагон
- άμβλωση στα σλαβομακεδονικά - абортус, абортусот, за абортус, на абортусот, абортуси
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: шумичката, шумичка, коријата, GROVE, шума
Μεταφράσεις: шумичката, шумичка, коријата, GROVE, шума