Άλσος στα ουκρανικά
Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гай, роща, ліс
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλσος
άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άλσος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άλλωστε στα ουκρανικά - окрім, крім, іншого, З іншого
- άλογο στα ουκρανικά - кінь, пороти, покривати, коня, лошадь
- άμαξα στα ουκρανικά - анулювати, проведення, лафет, тренувати, станок, тренер, екіпаж, ...
- άμβλωση στα ουκρανικά - осічка, потворо, недоносок, невдача, потвора, аборт
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гай, роща, ліс
Μεταφράσεις: гай, роща, ліс