Άλσος στα ισλανδικά

Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lundi, GROVE
Άλσος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλσος

άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άλσος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άλλωστε στα ισλανδικά - auk, auki, Að auki, utan, fyrir utan
  • άλογο στα ισλανδικά - hestur, hross, hesturinn, hestinn, hest, hesta
  • άμαξα στα ισλανδικά - flutningar, flutning, höfuðburður, flutnings, læsingarsamstæða
  • άμβλωση στα ισλανδικά - fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lundi, GROVE