Έγκυρος στα δανικά

Μετάφραση: έγκυρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gyldig, gyldigt, gyldige, gældende, gyldighed
Έγκυρος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκυρος

έγκυρος συνώνυμο, έγκαιρος αγγλικά, έγκυρος αφμ, έγκυος στα αγγλικά, έγκυρος ονειροκρίτης, έγκυρος λεξικό γλώσσας δανικά, έγκυρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έγκριση στα δανικά - godkendelse, bifald, godkendelsen, godkendt, typegodkendelse, godkendes
  • έγκυος στα δανικά - gravid, svanger, gravide, er gravid, graviditet
  • έγχρωμος στα δανικά - kulør, farve, farvet, farvede, farver
  • έγχυμα στα δανικά - infusion, infusionsvæske, infusionen
Τυχαίες λέξεις
Έγκυρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gyldig, gyldigt, gyldige, gældende, gyldighed