Έξαρση στα δανικά

Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstemthed, elation, glæden, eufori
Έξαρση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας δανικά, έξαρση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ένωση στα δανικά - sammenslutning, forening, union, Unions, Unionen, Unionens
  • έξαλλος στα δανικά - rasende, rasende over, vred
  • έξη στα δανικά - sædvane, vane, seks, på seks
  • έξι στα δανικά - seks, på seks
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opstemthed, elation, glæden, eufori