Έξαρση στα λιθουανικά

Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakili nuotaika, Podniecenie, Entuziazmo, pakilimas, Dūma
Έξαρση στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, έξαρση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ένωση στα λιθουανικά - klubas, sąjunga, santuoka, vedybinis, sąjungos, sąjungų, sąjungą, ...
  • έξαλλος στα λιθουανικά - pasiutęs, įsiutęs, įsiutę, įniršęs, įtūžęs
  • έξη στα λιθουανικά - įpratimas, įprotis, šeši, šešių, šešis, šešerių, šešios
  • έξι στα λιθουανικά - šeši, šešių, šešis, šešerių, šešios
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pakili nuotaika, Podniecenie, Entuziazmo, pakilimas, Dūma