Έξαρση στα ισλανδικά

Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleði
Έξαρση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έξαρση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ένωση στα ισλανδικά - bandaleg, stéttarfélags, Union, verkalýðsfélag, stéttarfélagi, sambandsins
  • έξαλλος στα ισλανδικά - trylltur, reiður, brjálaður
  • έξη στα ισλανδικά - vani, sex, og sex
  • έξι στα ισλανδικά - sex, og sex
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gleði