Έξαρση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elação, júbilo, exaltação, euforia, elation
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έξαρση
έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έξαρση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ένωση στα πορτογαλικά - comunidade, involuntário, união, sociedade, sindicato, da União, sindical, ...
- έξαλλος στα πορτογαλικά - furioso, furiosa, furiosos, furious, furiosas
- έξη στα πορτογαλικά - costume, habito, hábito, seis, de seis
- έξι στα πορτογαλικά - seis, situação, de seis
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elação, júbilo, exaltação, euforia, elation
Μεταφράσεις: elação, júbilo, exaltação, euforia, elation