Έξαρση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgetogenheid, Elation, verrukking, in Elation, euforie
Έξαρση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έξαρση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ένωση στα ολλανδικά - gemeenschap, verbond, club, maatschappij, sociëteit, fusie, vereniging, ...
  • έξαλλος στα ολλανδικά - woedend, razend, woedende, furieus, furieuze
  • έξη στα ολλανδικά - gebruik, gewoonte, hebbelijkheid, usance, aanwensel, zes, van zes, ...
  • έξι στα ολλανδικά - zes, van zes, de zes, zestal
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opgetogenheid, Elation, verrukking, in Elation, euforie