Έφεση στα δανικά

Μετάφραση: έφεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
appel, appellen, klage, klagen, appelsag
Έφεση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έφεση

έφεση κατά βουλεύματος υπόδειγμα, έφεση προθεσμία, έφεση παράβολο, έφεση στο ελεγκτικό συνέδριο, έφεση κατά βουλεύματος, έφεση λεξικό γλώσσας δανικά, έφεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έτος στα δανικά - år, året, års, årets
  • έτσι στα δανικά - altså, så, således, det
  • έφηβος στα δανικά - adolescent, unge, teenager, teenagers, unges
  • έφορος στα δανικά - kurator, museumsinspektør, curator, museumsinspektøren, kuratoren
Τυχαίες λέξεις
Έφεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: appel, appellen, klage, klagen, appelsag