Έφεση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έφεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apelar, recorrer, recursos, apelação, recurso, apelo, recorrido, de recurso
Έφεση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έφεση

έφεση κατά βουλεύματος υπόδειγμα, έφεση προθεσμία, έφεση παράβολο, έφεση στο ελεγκτικό συνέδριο, έφεση κατά βουλεύματος, έφεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έφεση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έτος στα πορτογαλικά - ano, bocejo, exercício, ano de, campanha
  • έτσι στα πορτογαλικά - portanto, assim, tão, deste, então, depois, de modo
  • έφηβος στα πορτογαλικά - adolescente, adolescentes, adolescent, adolescência, do adolescente
  • έφορος στα πορτογαλικά - curador, curadora, curadoria, conservador, o curador
Τυχαίες λέξεις
Έφεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apelar, recorrer, recursos, apelação, recurso, apelo, recorrido, de recurso