Έφεση στα ισλανδικά

Μετάφραση: έφεση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfða, kæra, áfrýjun, áfrýjunar, Málskot
Έφεση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έφεση

έφεση κατά βουλεύματος υπόδειγμα, έφεση προθεσμία, έφεση παράβολο, έφεση στο ελεγκτικό συνέδριο, έφεση κατά βουλεύματος, έφεση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έφεση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έτος στα ισλανδικά - árgangur, ártal, ár, ári, ára, árið, fyrra
  • έτσι στα ισλανδικά - svo, þannig, þannig að, það, svo að
  • έφηβος στα ισλανδικά - unglingur, unglingar, unglinga, unglingum, unglings
  • έφορος στα ισλανδικά - sýningarstjóri, safnvörður, vördur, sýningastjóri, sýningastjórinn
Τυχαίες λέξεις
Έφεση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: höfða, kæra, áfrýjun, áfrýjunar, Málskot