Αδρός στα δανικά
Μετάφραση: αδρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grove, groft, grov, grov-, grovkornet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδρός
αδρός δείκτης γεννητικότητας, αδαής συνώνυμο, αδρόσ δείκτησ θνησιμότητασ, αδρός σημασία, αδρός αγγλικά, αδρός λεξικό γλώσσας δανικά, αδρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αδράνεια στα δανικά - inerti, træghed, inertia, inertien, passivitet
- αδρανής στα δανικά - inaktive, inaktiv, inaktivt, aktiv
- αδυναμία στα δανικά - svaghed, svage, svagheder, svækkelse
- αδυνατίζω στα δανικά - smal, slank, svække, endnu svagere, svagere, debilitate, handicappe
Τυχαίες λέξεις
Αδρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grove, groft, grov, grov-, grovkornet
Μεταφράσεις: grove, groft, grov, grov-, grovkornet