Αδρός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grof, grove, ruwe, ruw
Αδρός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδρός

αδρός δείκτης γεννητικότητας, αδαής συνώνυμο, αδρόσ δείκτησ θνησιμότητασ, αδρός σημασία, αδρός αγγλικά, αδρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδρός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδράνεια στα ολλανδικά - traagheid, inertie, massatraagheid, de traagheid, inertia
  • αδρανής στα ολλανδικά - traag, bewegingloos, energieloos, lui, inactief, inactieve, actief, ...
  • αδυναμία στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
  • αδυνατίζω στα ολλανδικά - schraal, tenger, sprietig, slank, dun, mager, luchtig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grof, grove, ruwe, ruw