Αιρετικός στα δανικά
Μετάφραση: αιρετικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kætter, kætterske, kættere, kættersk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιρετικός
ο αιρετικός, αιρετικός - homo-hereti-cus, άρειος αιρετικός, αιρετικός ετυμολογία, αιρετικός meaning, αιρετικός λεξικό γλώσσας δανικά, αιρετικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αινιγματικός στα δανικά - mystisk, kryptisk, kryptiske, krypteret, gådefulde
- αιολική στα δανικά - vind, vinden, wind, vind-, vindenergi
- αισθάνομαι στα δανικά - mærke, sans, mening, føle, følelse, føler, føle sig, ...
- αισθήσεις στα δανικά - bevidsthed, sanser, sanserne, fornuft, betydninger
Τυχαίες λέξεις
Αιρετικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kætter, kætterske, kættere, kættersk
Μεταφράσεις: kætter, kætterske, kættere, kættersk