Αιρετικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιρετικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ketter, afvallig, ketterse, ketters, heretic
Αιρετικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιρετικός

ο αιρετικός, αιρετικός - homo-hereti-cus, άρειος αιρετικός, αιρετικός ετυμολογία, αιρετικός meaning, αιρετικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιρετικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αινιγματικός στα ολλανδικά - geheimzinnig, mysterieus, raadselachtig, cryptische, cryptisch, raadselachtige, geheimzinnige
  • αιολική στα ολλανδικά - veest, winden, wikkelen, scheet, spoelen, wind, oprollen, ...
  • αισθάνομαι στα ολλανδικά - voelen, tasten, bevoelen, betasten, zintuig, gevoel, gevoelen, ...
  • αισθήσεις στα ολλανδικά - bewustzijn, besef, bezinning, verstand, zintuigen, zinnen, betekenissen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιρετικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ketter, afvallig, ketterse, ketters, heretic