Αναπληρώνω στα δανικά

Μετάφραση: αναπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vikar, belønne, stedfortræder, som stedfortræder, stedfortrædere, stedfortrædere for, stedfortrædende
Αναπληρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπληρώνω

αναπληρώνω συνώνυμα, εκπληρώνω συνώνυμα, αναπληρώνω αγγλικά, αναπληρώνω στα αγγλικά, αναπληρώνω συνωνυμο, αναπληρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αναπληρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναπληρωτής στα δανικά - stedfortræder, Stedfortrædende, suppleant, assisterende, vice
  • αναπληρώ στα δανικά - stedfortræder, træde, stedfortraeder, som stedfortræder, træde i stedet
  • αναπνέω στα δανικά - ånde, indånder, trække vejret, indånding, indånding af
  • αναπνοή στα δανικά - ånde, åndedræt, vejrtrækning, trække vejret, at trække vejret, vejrtrækningen
Τυχαίες λέξεις
Αναπληρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vikar, belønne, stedfortræder, som stedfortræder, stedfortrædere, stedfortrædere for, stedfortrædende