Αναπληρώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: αναπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risarcire, supplente, livellare, compensare, surrogato, sostituzione, sostituisce, sostituto, in sostituzione, che sostituisce
Αναπληρώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπληρώνω

αναπληρώνω συνώνυμα, εκπληρώνω συνώνυμα, αναπληρώνω αγγλικά, αναπληρώνω στα αγγλικά, αναπληρώνω συνωνυμο, αναπληρώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναπληρώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναπληρωτής στα ιταλικά - accessorio, vice, deputato, sostituto, delegato
  • αναπληρώ στα ιταλικά - integrare, riempire, deputize, sostituirlo, veci, le veci, supplenza
  • αναπνέω στα ιταλικά - fiatare, respirare, respira, a respirare, respirare i, respiro
  • αναπνοή στα ιταλικά - fiato, respiro, soffio, respirazione, alito, etere, lena, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπληρώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: risarcire, supplente, livellare, compensare, surrogato, sostituzione, sostituisce, sostituto, in sostituzione, che sostituisce