Αναπληρώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: αναπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedel, deputizing, vekalet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπληρώνω
αναπληρώνω συνώνυμα, εκπληρώνω συνώνυμα, αναπληρώνω αγγλικά, αναπληρώνω στα αγγλικά, αναπληρώνω συνωνυμο, αναπληρώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναπληρώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναπληρωτής στα τούρκικα - milletvekili, yardımcısı, başkan yardımcısı, vekili, müdür yardımcısı
- αναπληρώ στα τούρκικα - vekâlet etmek, atamak, vekalet, vekâlet, vekalet eder
- αναπνέω στα τούρκικα - nefes almak, nefes, solumayın, nefes al, teneffüs
- αναπνοή στα τούρκικα - nefes, dem, solunum, soluk, nefes alma, soluma, solunumu
Τυχαίες λέξεις
Αναπληρώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bedel, deputizing, vekalet
Μεταφράσεις: bedel, deputizing, vekalet