Ανθρωπιστικός στα δανικά

Μετάφραση: ανθρωπιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
humanitær, humanitære, den humanitære, humanitært
Ανθρωπιστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανθρωπιστικός

ανθρωπιστικός συνώνυμο, ανθρωπιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, ανθρωπιστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανθρακίτης στα δανικά - antracit, anthracit, antracitkul, koksgrå, anthracite
  • ανθρακωρύχος στα δανικά - grubearbejder, minearbejder, collier, Minearbejderen, Collier med
  • ανθρωποειδής στα δανικά - menneskelignende, humanoid, humanoide
  • ανθρωπολογία στα δανικά - antropologi, Anthropology, antropologien, antropologiske, Antropologisk
Τυχαίες λέξεις
Ανθρωπιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: humanitær, humanitære, den humanitære, humanitært