Ανθρωπιστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανθρωπιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humano, humanitário, humanitária, humanitárias, humanitários
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθρωπιστικός
ανθρωπιστικός συνώνυμο, ανθρωπιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανθρωπιστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανθρακίτης στα πορτογαλικά - antracite, antracito, anthracite, antracites, antracita
- ανθρακωρύχος στα πορτογαλικά - mineiro, mina, minar, Collier, mineiro de, carvoeiro, do mineiro
- ανθρωποειδής στα πορτογαλικά - humanóide, humanoid, humanoide, humanóides, do humanoid
- ανθρωπολογία στα πορτογαλικά - antropologia, a antropologia, da antropologia, de antropologia, anthropology
Τυχαίες λέξεις
Ανθρωπιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: humano, humanitário, humanitária, humanitárias, humanitários
Μεταφράσεις: humano, humanitário, humanitária, humanitárias, humanitários