Ανθρωπιστικός στα τούρκικα

Μετάφραση: ανθρωπιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
insancıl, insani, insani yardım, insani bir
Ανθρωπιστικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανθρωπιστικός

ανθρωπιστικός συνώνυμο, ανθρωπιστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανθρωπιστικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανθρακίτης στα τούρκικα - antrasit, taşkömürü, antrasit taşkömürü, anthracite
  • ανθρακωρύχος στα τούρκικα - madenci, collier, kömür gemisi işçisi, kömür ocağı işçisi, kömür gemisi
  • ανθρωποειδής στα τούρκικα - insansı, humanoid, insanımsı, insansı bir, insansi
  • ανθρωπολογία στα τούρκικα - antropoloji, Anthropology, Antropolojisi, antropolojinin
Τυχαίες λέξεις
Ανθρωπιστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: insancıl, insani, insani yardım, insani bir