Ανισότητα στα δανικά

Μετάφραση: ανισότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulighed, uligheder, uligheden, ulige, forskelsbehandling
Ανισότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανισότητα

ανισότητα στην εποχή της κρίσης θεωρητικές και εμπειρικές διερευνήσεις, ανισότητα jensen, ανισότητα του holder, ανισότητα στην εποχή της κρίσης, ανισότητα cauchy-schwarz, ανισότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ανισότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανικανότητα στα δανικά - impotens, afmagt, magtesløshed, af impotens
  • ανιμισμός στα δανικά - animisme, animism, Animismen, Animismens
  • ανιχνευτής στα δανικά - detektor, detektoren, detektorens
  • ανιχνεύω στα δανικά - scan, Skan, scanning, scanningen
Τυχαίες λέξεις
Ανισότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ulighed, uligheder, uligheden, ulige, forskelsbehandling