Ανισότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανισότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongelijkheid, de ongelijkheid, ongelijke, ongelijkheden
Ανισότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανισότητα

ανισότητα στην εποχή της κρίσης θεωρητικές και εμπειρικές διερευνήσεις, ανισότητα jensen, ανισότητα του holder, ανισότητα στην εποχή της κρίσης, ανισότητα cauchy-schwarz, ανισότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανισότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανικανότητα στα ολλανδικά - impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie
  • ανιμισμός στα ολλανδικά - animisme, Animism, het animisme, animistische
  • ανιχνευτής στα ολλανδικά - schildwacht, padvinder, verkenner, detector, melder, de detector, detektor
  • ανιχνεύω στα ολλανδικά - afdruk, spoor, voetspoor, trekken, afbakenen, overblijfsel, verkenner, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανισότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongelijkheid, de ongelijkheid, ongelijke, ongelijkheden