Ανυποχώρητος στα δανικά

Μετάφραση: ανυποχώρητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ihærdige, vedholdende, sej, sejlivede, sejlivet
Ανυποχώρητος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυποχώρητος

ανυποχώρητος συνώνυμα, ανυποχώρητος λεξικό γλώσσας δανικά, ανυποχώρητος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανυπεράσπιστος στα δανικά - forsvarsløse, forsvarsløs, forsvarsløst, værgeløse, værgeløs
  • ανυπομονησία στα δανικά - utålmodighed, Utaalmodighed, utålmodigheden, utålmodigt
  • ανυπόμονος στα δανικά - utålmodig, utålmodige, utaalmodig, utålmodigt
  • ανυπόφορος στα δανικά - ulidelig, utålelig, ulidelige, utålelige, antagonistisk
Τυχαίες λέξεις
Ανυποχώρητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ihærdige, vedholdende, sej, sejlivede, sejlivet