Ανυποχώρητος στα εσθονικά

Μετάφραση: ανυποχώρητος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindel, visa, sitke, vaevarikas, andega
Ανυποχώρητος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυποχώρητος

ανυποχώρητος συνώνυμα, ανυποχώρητος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανυποχώρητος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανυπεράσπιστος στα εσθονικά - kaitsetu, kaitsetud, kaitsetute, kaitsetuid, kaitsetuks
  • ανυπομονησία στα εσθονικά - kannatamatus, kärsitus, kannatamatust, kannatamatuse, kärsitust
  • ανυπόμονος στα εσθονικά - väsimatu, püsimatu, kannatamatu, kärsitu, kannatamatuks, kannatamatud
  • ανυπόφορος στα εσθονικά - talumatu, võimatu, Ebapüsiv, talumatust
Τυχαίες λέξεις
Ανυποχώρητος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: järjekindel, visa, sitke, vaevarikas, andega