Ανυποχώρητος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανυποχώρητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tenaz, tenazes, tenacious, persistente, obstinado
Ανυποχώρητος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυποχώρητος

ανυποχώρητος συνώνυμα, ανυποχώρητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανυποχώρητος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανυπεράσπιστος στα πορτογαλικά - sem defesa, desprotegido, indefeso, indefesa, indefesos
  • ανυπομονησία στα πορτογαλικά - impaciência, a impaciência, impaciente, impatience
  • ανυπόμονος στα πορτογαλικά - impaciente, impacientes, impaciência, impatient, paciência
  • ανυπόφορος στα πορτογαλικά - insuportável, intolerável, insufferable, insuportáveis, insofrível
Τυχαίες λέξεις
Ανυποχώρητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tenaz, tenazes, tenacious, persistente, obstinado