Ανωφελής στα δανικά
Μετάφραση: ανωφελής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωφελής
ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ, ανωφελής λεξικό γλώσσας δανικά, ανωφελής στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανωριμότητα στα δανικά - umodenhed, fuldt udviklede, umoden, er fuldt udviklede
- ανωτερότητα στα δανικά - overlegenhed, overlegen, overlegne, overlegenhed i
- ανόητος στα δανικά - urimelig, meningsløs, absurd, narre, snyde, fjols, fjolle, ...
- ανύπαντρος στα δανικά - enkelt, ugift, ugifte, den ugifte, gift
Τυχαίες λέξεις
Ανωφελής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til
Μεταφράσεις: profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til