Ανωφελής στα τούρκικα

Μετάφραση: ανωφελής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, yararsız, faydasız, kazançlı, profitless, kârsız
Ανωφελής στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανωφελής

ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ, ανωφελής λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανωφελής στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανωριμότητα στα τούρκικα - hamlık, gelişmemişlik, immaturity, olgunlaşmamışlığı, immatüritesi
  • ανωτερότητα στα τούρκικα - üstünlük, üstünlüğü, üstünlüğünü, üstünlüğünün
  • ανόητος στα τούρκικα - anlamsız, aptal, kandırmak, fool, salak, aldatmasına
  • ανύπαντρος στα τούρκικα - tek, yalnız, evlenmemiş, evli olmayan, bekar, evli, bekâr
Τυχαίες λέξεις
Ανωφελής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: boş, yararsız, faydasız, kazançlı, profitless, kârsız