Ανωφελής στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανωφελής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þarflaus, gagnslaus, profitless
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωφελής
ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ, ανωφελής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανωφελής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανωριμότητα στα ισλανδικά - vanþroska, vanþroski
- ανωτερότητα στα ισλανδικά - yfirburði, yfirburðir, á yfirburði, yfirburða
- ανόητος στα ισλανδικά - bjáni, fífl, blekkja, bjáni í, plata
- ανύπαντρος στα ισλανδικά - einfalt, einhleypur, einstaka, einstakur, ógift, ógiftur, ógiftir, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανωφελής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þarflaus, gagnslaus, profitless
Μεταφράσεις: þarflaus, gagnslaus, profitless