Απάθεια στα δανικά

Μετάφραση: απάθεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
apati, ligegyldighed, sløvhed, passivitet
Απάθεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απάθεια

απάθεια συνώνυμο, απάθεια συνώνυμα, συναισθηματική απάθεια, απάθεια αντωνυμο, πολιτική απάθεια, απάθεια λεξικό γλώσσας δανικά, απάθεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αξονικός στα δανικά - aksial, aksiale, aksialt, axial
  • απάγω στα δανικά - piskeris, piskeriset, pisker, whisk
  • απάνθρωπα στα δανικά - umenneskelig, umenneskelige, umenneskeligt, heller umenneskelig, ej heller umenneskelig
  • απάνθρωπος στα δανικά - grusom, barbarisk, umenneskelig, umenneskelige, umenneskeligt, heller umenneskelig, ej heller umenneskelig
Τυχαίες λέξεις
Απάθεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: apati, ligegyldighed, sløvhed, passivitet