Απλώνομαι στα δανικά
Μετάφραση: απλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spreads, Smørepålæg, Smørepålæg med, opslag, spændene
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απλώνομαι
πλενομαι αόριστος, απλώνομαι συνώνυμα, αναλώνομαι συνώνυμο, απλώνομαι κλίση, απλώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, απλώνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- απλός στα δανικά - enkelt, simple, simpel, simpelt, enkel, enkle
- απλότητα στα δανικά - enkelhed, enkelthed, forenkling, enkle, enkel
- απλώνω στα δανικά - smøre, suffuse, gennemsyre, brede sig, sive
- απλώς στα δανικά - simpelthen, kun, blot, bare, ganske enkelt, enkelt
Τυχαίες λέξεις
Απλώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spreads, Smørepålæg, Smørepålæg med, opslag, spændene
Μεταφράσεις: spreads, Smørepålæg, Smørepålæg med, opslag, spændene