Απλώνομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: απλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terpeszkedés, spreadek, spread, szpredek, Oldalpárok
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απλώνομαι
πλενομαι αόριστος, απλώνομαι συνώνυμα, αναλώνομαι συνώνυμο, απλώνομαι κλίση, απλώνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απλώνομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απλός στα ουγγρικά - szókimondó, pocsolya, egyszerű, egyszerűbb, egyszerűen, az egyszerű
- απλότητα στα ουγγρικά - egyszerűség, egyszerű, egyszerűsége, az egyszerűség, egyszerűség kedvéért
- απλώνω στα ουγγρικά - oldalszóródás, elterjesztés, szétterjesztett, kiterjesztett, kitárt, szélesség, elborít, ...
- απλώς στα ουγγρικά - csak, pusztán, egyszerűen, egyszerűen csak, csupán, egyszerű
Τυχαίες λέξεις
Απλώνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: terpeszkedés, spreadek, spread, szpredek, Oldalpárok
Μεταφράσεις: terpeszkedés, spreadek, spread, szpredek, Oldalpárok