Απλώνομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: απλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Spreadler, Formalar, Farkları, spreadleri, Spread'ler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απλώνομαι
πλενομαι αόριστος, απλώνομαι συνώνυμα, αναλώνομαι συνώνυμο, απλώνομαι κλίση, απλώνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, απλώνομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απλός στα τούρκικα - yalnız, dürüst, basit, basit bir, kolay, sade
- απλότητα στα τούρκικα - basitlik, sadelik, basitliği, kolaylığı, sadeliği
- απλώνω στα τούρκικα - saçmak, kaplamak, bürümek, yayılmak, üzerine yayılmak, saklamak
- απλώς στα τούρκικα - sadece, ancak, yalnız, basitçe, basit, yalnızca, sade
Τυχαίες λέξεις
Απλώνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: Spreadler, Formalar, Farkları, spreadleri, Spread'ler
Μεταφράσεις: Spreadler, Formalar, Farkları, spreadleri, Spread'ler