Αποβλακώνω στα δανικά

Μετάφραση: αποβλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bedøve, at bedøve
Αποβλακώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλακώνω

αποβλακώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αποβλακώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποβλάκωση στα δανικά - forbavselse, største forbavselse, forbløffelse, fordummelse
  • αποβλέπω στα δανικά - sigte, hensigt, mål, målsætninger, formål, målene
  • αποβολή στα δανικά - abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
  • απογοήτευση στα δανικά - skuffelse, skuffelser
Τυχαίες λέξεις
Αποβλακώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bedøve, at bedøve