Αποβλακώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποβλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abismar, atordoar, estupefazer, stupefy, Estupefaça, estupidificar
Αποβλακώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλακώνω

αποβλακώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποβλακώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποβλάκωση στα πορτογαλικά - estupefação, estupor, estupefacção, stupefaction, estupefato
  • αποβλέπω στα πορτογαλικά - mirar, tender, fim, apontar, alvo, intenção, objetivos, ...
  • αποβολή στα πορτογαλικά - aborto, o aborto, abortamento, do aborto, abortos
  • απογοήτευση στα πορτογαλικά - decepcione, desapontamento, decepcionar, decepção, desapontamentos, desilusão, decepções
Τυχαίες λέξεις
Αποβλακώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abismar, atordoar, estupefazer, stupefy, Estupefaça, estupidificar