Αποκλειστικός στα δανικά
Μετάφραση: αποκλειστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksklusiv, eksklusive, eksklusivt, udelukkende, eneret
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικός
αποκλειστικός θηλασμός και χαμομηλι, αποκλειστικός θηλασμός μεχρι ποτε, αποκλειστικός θηλασμός και πιπίλα, αποκλειστικός διανομέας, αποκλειστικός θηλασμός και συμπληρωμα, αποκλειστικός λεξικό γλώσσας δανικά, αποκλειστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποκλεισμός στα δανικά - forbud, udelukkelse, udstødelse, udelukkelsen, undtagelse
- αποκλειστικά στα δανικά - udelukkende, kun, alene, udelukkende er, der udelukkende
- αποκλειστικότητα στα δανικά - eksklusivitet, eksklusive karakter, unikhed, eneretten, indelukkethed
- αποκληρώνω στα δανικά - udrydde
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eksklusiv, eksklusive, eksklusivt, udelukkende, eneret
Μεταφράσεις: eksklusiv, eksklusive, eksklusivt, udelukkende, eneret