Αποκλειστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποκλειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eintómur, einkarétt, eingöngu, einir, einkaviðtal, einskorðast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικός
αποκλειστικός θηλασμός και χαμομηλι, αποκλειστικός θηλασμός μεχρι ποτε, αποκλειστικός θηλασμός και πιπίλα, αποκλειστικός διανομέας, αποκλειστικός θηλασμός και συμπληρωμα, αποκλειστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποκλειστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποκλεισμός στα ισλανδικά - bann, útilokun, útskúfun, útiloka, útilokun á, einangrun
- αποκλειστικά στα ισλανδικά - einungis, eingöngu, einvörðungu, alfarið, eingöngu í
- αποκλειστικότητα στα ισλανδικά - eintómur, exclusiveness
- αποκληρώνω στα ισλανδικά - tortíma
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eintómur, einkarétt, eingöngu, einir, einkaviðtal, einskorðast
Μεταφράσεις: eintómur, einkarétt, eingöngu, einir, einkaviðtal, einskorðast