Αυτοκίνητος στα δανικά
Μετάφραση: αυτοκίνητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvstændig, selv, selvstændige, egen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκίνητος
αυτοκίνητος λεξικό γλώσσας δανικά, αυτοκίνητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυτοδύναμος στα δανικά - selvhjulpne, selvhjulpen, selvforsynende, selvbærende, selvtillid
- αυτοκίνητο στα δανικά - bil, bilen, med bil, Søger
- αυτοκινητιστής στα δανικά - bilist, bilisten, motorist, bilistens
- αυτοκράτορας στα δανικά - kejser, tyran, despot, kejseren, Emperor, kejserens
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκίνητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selvstændig, selv, selvstændige, egen
Μεταφράσεις: selvstændig, selv, selvstændige, egen