Αυτοκίνητος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αυτοκίνητος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magánjáró, önmozgó, Önjáró, önmagától mozog
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκίνητος
αυτοκίνητος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυτοκίνητος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αυτοδύναμος στα ουγγρικά - magabízó, önellátóvá, önellátóak, önellátókká, önállóak
- αυτοκίνητο στα ουγγρικά - autó, autóval, autót, autós, kocsi
- αυτοκινητιστής στα ουγγρικά - autós, motoros, autósoknak, autósoknak szóló
- αυτοκράτορας στα ουγγρικά - császár, Emperor, császári, uralkodó, császárt
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκίνητος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: magánjáró, önmozgó, Önjáró, önmagától mozog
Μεταφράσεις: magánjáró, önmozgó, Önjáró, önmagától mozog