Αφομοίωση στα δανικά
Μετάφραση: αφομοίωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
assimilation, assimilering, ligestilling, sidestilling, optagelsen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφομοίωση
αφομοίωση λεξικο, αφομοίωση πρωτεινης, αφομοίωση γλωσσολογία, αφομοίωση piaget, αφομοίωση βικιλεξικο, αφομοίωση λεξικό γλώσσας δανικά, αφομοίωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αφιερώνω στα δανικά - dedikere, afsætte, dedikerer, vie, hellige
- αφιλόξενος στα δανικά - ugæstfri, ugæstfrie, ugæstfrit, utilgængelige, barsk
- αφοπλισμένος στα δανικά - afvæbnet, frakoblet, frakobles, afvæbnede, afvæbnes
- αφοπλισμός στα δανικά - nedrustning, afvæbning, afrustning, nedrustnings-, afvæbningen
Τυχαίες λέξεις
Αφομοίωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: assimilation, assimilering, ligestilling, sidestilling, optagelsen
Μεταφράσεις: assimilation, assimilering, ligestilling, sidestilling, optagelsen