Αφομοίωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αφομοίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assimilação, a assimilação, de assimilação, assimilação de, equiparação
Αφομοίωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφομοίωση

αφομοίωση λεξικο, αφομοίωση πρωτεινης, αφομοίωση γλωσσολογία, αφομοίωση piaget, αφομοίωση βικιλεξικο, αφομοίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αφομοίωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αφιερώνω στα πορτογαλικά - votar, dedicar, oferecer, consagrar, dedicam, dedico, dedicamos
  • αφιλόξενος στα πορτογαλικά - inóspito, inóspita, inhospitable, inóspitos, inóspitas
  • αφοπλισμένος στα πορτογαλικά - desarmado, desarmados, desarmada, desarmou, desarmadas
  • αφοπλισμός στα πορτογαλικά - desarmamento, o desarmamento, de desarmamento, do desarmamento, ao desarmamento
Τυχαίες λέξεις
Αφομοίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assimilação, a assimilação, de assimilação, assimilação de, equiparação