Αφομοίωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αφομοίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
assimilatie, gelijkstelling, de assimilatie, assimileren
Αφομοίωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφομοίωση

αφομοίωση λεξικο, αφομοίωση πρωτεινης, αφομοίωση γλωσσολογία, αφομοίωση piaget, αφομοίωση βικιλεξικο, αφομοίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αφομοίωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αφιερώνω στα ολλανδικά - spenderen, toewijden, opdragen, wijden, te wijden, besteden, inzetten
  • αφιλόξενος στα ολλανδικά - onherbergzaam, ongastvrij, onherbergzame, ongastvrije
  • αφοπλισμένος στα ολλανδικά - ongewapend, ontwapend, ontwapende, uitgeschakeld, uitgeschakelde, gedeactiveerd
  • αφοπλισμός στα ολλανδικά - ontwapening, de ontwapening, ontwapenings-, van ontwapening, ontwapening te
Τυχαίες λέξεις
Αφομοίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: assimilatie, gelijkstelling, de assimilatie, assimileren