Αφύσικος στα δανικά
Μετάφραση: αφύσικος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
unaturlig, unaturligt, unaturlige, unaturlige ud
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφύσικος
αφύσικος συνωνυμα, αφύσικος λεξικό γλώσσας δανικά, αφύσικος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αφρώδης στα δανικά - mousserende, funklende, glitrende, sprudlende
- αφύσικο στα δανικά - unaturlig, unaturligt, unaturlige, unaturlige ud
- αχαλίνωτος στα δανικά - utøjlede, uhæmmet, uhæmmede, tøjlesløs, hæmningsløse
- αχαριστία στα δανικά - utaknemmelighed, utaknemlighed, utak
Τυχαίες λέξεις
Αφύσικος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: unaturlig, unaturligt, unaturlige, unaturlige ud
Μεταφράσεις: unaturlig, unaturligt, unaturlige, unaturlige ud