Αφύσικος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αφύσικος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
моторошний, неприродний, неприродній, неприродного
Αφύσικος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφύσικος

αφύσικος συνωνυμα, αφύσικος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αφύσικος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αφρώδης στα ουκρανικά - виблискування, блискучий, шипучий, блискаючий, виблискуючий, сяючий, виблискує
  • αφύσικο στα ουκρανικά - примха, неприродний, неприродній, неприродного
  • αχαλίνωτος στα ουκρανικά - нестямність, неприборканий, лукавство, скорий, нестримний, лукавство його
  • αχαριστία στα ουκρανικά - невдячність, невдячності
Τυχαίες λέξεις
Αφύσικος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: моторошний, неприродний, неприродній, неприродного