Αφύσικος στα τούρκικα

Μετάφραση: αφύσικος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğal olmayan, doğal, doğal olmayan bir, yapay
Αφύσικος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφύσικος

αφύσικος συνωνυμα, αφύσικος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αφύσικος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αφρώδης στα τούρκικα - köpüklü, parlak, pırıl pırıl, gazlı, parlayan
  • αφύσικο στα τούρκικα - doğal olmayan, doğal, doğal olmayan bir, yapay
  • αχαλίνωτος στα τούρκικα - dizginsiz, unbridled, dizginlenemez, dizginlenemeyen, gem vurulmamış
  • αχαριστία στα τούρκικα - nankörlük, ingratitude, nankörlüğü, nankörlüğünü, duymayandır
Τυχαίες λέξεις
Αφύσικος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: doğal olmayan, doğal, doğal olmayan bir, yapay